
Σμαλτο
Σμάλτο ονομάζουμε ένα λεπτό διακοσμητικό στρώμα γυαλιού πάνω σε μία μεταλλική επιφάνεια.
Από τα παλαιότερα κομμάτια σε σμάλτο που έχουν ανακαλυφθεί, βρέθηκαν το 1952 στην Κύπρο στη θέση Κουκλιά. Είναι έξη χάλκινα δαχτυλίδια που έχουν επικάλυψη σμάλτου cloisonnéé. Χρονολογούνται στον 14ο αιώνα π.Χ., και έχουν κατασκευαστεί πιθανά από εξόριστους μυκηναΐους τεχνίτες, οι οποίοι γνώριζαν αυτή την τεχνική. Η Αίγυπτος πιθανά να είναι η πατρίδα της τεχνικής του σμάλτου, και της επεξεργασίας του γυαλιού γενικότερα. Όταν ο Καίσαρας κατέλαβε την Βρετανία το 43 μ.Χ. βρήκε σκεύη διακοσμημένα με κόκκινο και μπλε σμάλτο κατασκευασμένα από τους Κέλτες που κατοικούσαν ήδη εκεί. Στο Βυζάντιο επίσης γνώριζαν αυτή την τεχνική, απ’ όπου μεταφέρθηκε στην Κίνα από τον Δρόμο του Μεταξιού. Στην Κίνα εξελίχθηκε σε τέχνη υψηλού επιπέδου. Το αποκορύφωμα των τεχνικών του σμάλτου ανέπτυξαν οι Γάλλοι τεχνίτες μετά το 1300μ.Χ. Εξέλιξαν τις προϋπάρχουσες τεχνικές cloisonnéé και champleve και ανέπτυξαν καινούργιες, το plique a jour και grisaille. Το σύνολο συμπληρώνουν δύο ακόμη τεχνικές η Freestyle και η Raku.
Η τεχνική Cloisonnéé. Η επιφάνεια του κοσμήματος ή σκεύους που θέλουμε να διακοσμήσουμε, χωρίζεται σε τμήματα (cloisonnes στα γαλλικά), βάσει του σχεδίου που θέλουμε να υλοποιήσουμε. Ο χωρισμός επιτυγχάνεται αν κολλήσουμε σύρματα από χαλκό ή ασήμι, και έτσι οριοθετήσουμε τα ξεχωριστά τμήματα. Αφού αλείψουμε το εσωτερικό των χωρισμάτων με ένα υπόστρωμα σμάλτου, τα τοποθετούμε όλα μαζί σ’ ένα φούρνο, μέχρι να γίνει η συγκόλληση του σύρματος, και να σταθεροποιηθεί το υπόστρωμα. Εν συνεχεία περνάμε με ένα πινέλο στο εσωτερικό των χωρισμάτων την σκόνη χρωματιστού γυαλιού (σμάλτο), και τα ξαναψήνουμε όλα μαζί, για να λιώσει το γυαλί και να σταθεροποιηθεί. Τελικά γίνεται το λουστράρισμα. Με το χώρισμα της επιφάνειας σε τμήματα, πετυχαίνουμε τον οπτικό διαχωρισμό των χρωμάτων μεταξύ τους, και εμποδίζουμε την διάχυση (ανακάτεμα) του ενός χρώματος με το άλλο. Η τεχνική αυτή είναι αρχαία. Στο Βυζάντιο όπου είχε ευρεία διάδοση, είχε την ονομασία κυψελωτό ή περίκλειστο σμάλτο.